πολυγραφικός

πολυγραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στον πολυγράφο: Πολυγραφικό μηχάνημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυγραφικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πολυγράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”